- ηχογόνος
- -α, -οαυτός που παράγει ήχο, ο ηχηρός, ο ηχητικός: Ηχογόνα σώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηχογόνος — ο αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός («ηχογόνα σώματα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + γονος (< γίγνομαι), πρβλ. από γονος, δακρυο γόνος. Το ουδ. ηχογόνον μαρτυρείται από το 1888 στον Ηρακλή Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
ηχήεις — εσσα, εν (Α ήχήεις, εσσα, εν) αυτός που παράγει ισχυρό ήχο ή θόρυβο, ηχηρός, ηχητικός, ηχογόνος, βουερός («θάλασσά τε ήχήεσσα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αυτός που τραγουδά, που κάνει βόμβο, που θροεί 2. αυτός που αντηχεί ισχυρά («κάδ δώματα ήχήεντα», Ομ … Dictionary of Greek
ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… … Dictionary of Greek
ηχητικός — ή, ό (AM ἠχητικός, ή, όν [ηχώ] αυτός που παράγει ήχο, ηχηρός, ηχογόνος («ηχητικά κύματα») νεοελλ. 1. αυτός που ενισχύει τον παραγόμενο ήχο («ηχητικό κιβώτιο») 2. αυτός που γίνεται με τη βοήθεια τού ήχου («ηχητική βυθομέτρηση» η μέτρηση τού βάθους … Dictionary of Greek